χορτοπάτητος

χορτοπάτητος
-ον, Α
1. αλωνισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοπάτητον
αλωνισμένο άχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -πάτητος (< πατητός < πατῶ), πρβλ. λεω-πάτητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”